- σχέδυνος
- -ύνη, -ον, Α1. επίμονος, σταθερός2. το θηλ. ως ουσ. η σχεδύνησυνεκτικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν* «πολύ κοντά», πιθ. κατά τα θάρσυνος, θίσυνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχεδύνην — σχέδυνος tenacious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)